-
1 прогулка
-и θ.περίπατος•прогулка в лес περίπατος στο δάσος•
загородная прогулка εξοχικός περίπατος•
прогулка на лодке βαρκάδα•
прогулка на лыжах περίπατος με τα σκι.
-
2 гулянье
гулянье с о περίπατος народное \гулянье η λαϊκή υπαίθρια γιορτή* * *сο περίπατοςнаро́дное гуля́нье — η λαϊκή υπαίθρια γιορτή
-
3 загородный
загородный εξοχικός \загородныйая прогулка о περίπατος στην εξωχή* * *за́городная прогу́лка — ο περίπατος στην εξοχή
-
4 катание
катание с 1) (прогулка) о περίπατος \катание на лодке η βαρκάδα 2): \катание на коньках το πατινάζ, η παγοδρομία парное \катание το πατινάζ ζευγαριών одиночное \катание το ατομικό πατινάζ* * *с1) ( прогулка) ο περίπατοςката́ние на ло́дке — η βαρκάδα
2)ката́ние на конька́х — το πατινάζ, η παγοδρομία
па́рное ката́ние — το πατινάζ ζευγαριών
одино́чное ката́ние — το ατομικό πατινάζ
-
5 прогулка
-
6 катание
катаниес1. (действие) τό κύλισμα12. (прогулка) ὁ περίπατος:\катание в экипаже ὁ περίπατος μέ ἀμάξι, ἡ ἀμαξάδα· \катание на лодке ἡ βαρκάδα· \катание на коньках τό πατινάζ. -
7 гулянье
-я, γεν. πλθ. -ний, -ньям ουδ.1. περίπατος, βόλτα, σεργιάνι, σουλάτσο.2. διασκέδαση σε ανοιχτό χώρο. || μαζικός γιορτασμός, γιορτή•народное гулянье λαϊκός γιορταστικός περίπατος•
праздническое гулянье γιορταστική διασκέδαση.
3. τόπος διασκέδασης, ψυχαγωγίας. -
8 гулянье
гуля||ньес1. (прогулка) ὁ περίπατος, ἡ βόλτα, τό σεργιάνι·2. (праздник) ἡ γιορτή, τό πανηγύρι, ἡ διασκέδαση [-ις]:народное \гуляньенье ἡ λαϊκή γιορτή. -
9 загородный
загородныйприл ἐξοχικός:\загородный дом Ιϋπαυλη, τό ἐξοχικό σπίτι· \загородный ая прогу́лка ὁ περίπατος στήν ἐξοχή, ἡ ἐκδρομη. -
10 моцнои
моцноим ὁ περίπατος, τό σουλάτσο. -
11 освежать
освеж||атьнесов1. ἀναψύχω, δροσίζω, φρεσκάρω/ ἀερίζω (проветривать):дождь \освежатьает воздух ἡ βροχή δροσίζει τήν ἀτμόσφαιρά2. (возвращать бодрость) ἀναζωογονώ, ξεκουράζω:прогулка всегда \освежатьает меня ὁ περίπατος πάντα μέ ξεκουράζει·3. (в памяти) ξαναθυμίζω/ ἀνα-νεῶ, ἀνανεώνω (обновлять):\освежать свои́ знания ἀνανεώνω τις γνώσεις μου·4. (вводить в состав новых людей) разг ἀνανεώνω, ἀνανεω. -
12 пешеходный
пешеход||ныйприл πεζοπορικός:\пешеходныйная прогулка περίπατος μέ τά πόδια· \пешеходныйная тропа τό μονοπάτι. -
13 прогулка
прогу́л||каж ὁ περίπατος, ἡ βόλτα, τό σεργιάνι/ ἡ ἐκδρομή (загородная):выйти на \прогулкаку βγαίνω περίπατο. -
14 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ. θ. βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
15 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ. θ. βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
16 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ θ βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
17 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ θ βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
18 дообеденный
επ. ο πρίν του γεύματος•-ая прогулка ο πρίν του γεύματος περίπατος.
-
19 катание
-я ουδ.1. κύλιση, -μα.2. περίπατος (με μεταφορικό μέσο).3. (απλ.) ταξίδι (γρήγορο ή πολύκαιρο).4. μαγγάνισμα• κυλίνδρηση.5. λέπτυνση, ελασματοποίηση.6. πατινάζ•фигурное катание καλλιτεχνικό πατινάζ.
-
20 моцион
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περίπατος — walking about masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπατος — ο 1. βάδισμα για αναψυχή, σεργιάνι, σουλάτσο. 2. σύντομη διαδρομή: Κάναμε έναν περίπατο ως το κτήμα μας. 3. το μέρος όπου γίνεται περίπατος: Ο κεντρικός περίπατος της Θεσσαλονίκης είναι η παραλία. 4. φρ., «Πάει περίπατο», χάθηκε, δε βρίσκεται πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… … Dictionary of Greek
περιπάτοις — περίπατος walking about masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτοισι — περίπατος walking about masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτοισιν — περίπατος walking about masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτου — περίπατος walking about masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτους — περίπατος walking about masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτων — περίπατος walking about masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτῳ — περίπατος walking about masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπατοι — περίπατος walking about masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)