-
1 περί-νοος
περί-νοος, zsgzgn περίνους, umsichtig, klug, περινούστατοι S. Emp. adv. log. 1, 326.
См. также в других словарях:
περίνους — ουν, ΝΑ αυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νους (< νόος, νοῦς)] … Dictionary of Greek
περίνους — περί̱νους , περί ἰνόω make strong and nervous imperf ind act 2nd sg περί ἰνόω make strong and nervous imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
περίνοια — ἡ, ΜΑ [περίνους] 1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.) 3 … Dictionary of Greek
περίνοος — ον, Α βλ. περίνους … Dictionary of Greek