-
1 περίκηπος
περίκηπος, ὁ,A garden near a town or round a house, PCair.Zen. 193.8 (iii B. C.), PSI5.547.22 (iii B. C.), D.S.34/5.2.13, D.L.9.36 ; opp. παράδεισος, Longus 4.19,28,29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκηπος
-
2 περικήπου
περίκηποςgarden near: masc gen sg -
3 περικήπους
περίκηποςgarden near: masc acc pl -
4 περίκηπον
περίκηποςgarden near: masc acc sg -
5 περικήπω
-
6 περικήπῳ
-
7 πήγανον
πήγᾰνον, τό,A rue, Ruta graveolens, Diocl.Fr.138, Theopomp.Hist. 177 (a), Alex.127.8, Thphr.HP1.3.4, al., Nic.Al. 413 ; π. ὀρεινόν, ἄγριον, mountain rue, Ruta halepensis, Dsc.3.45 (but π. ἄγριον, = μῶλυ, ib.46): prov., οὐδ' ἐν δελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ, i.e. scarcely at the edge or beginning of a thing, because these herbs were planted for borders in gardens, Ar.V. 480 ; cf. περίκηπος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήγανον
См. также в других словарях:
περίκηπος — ὁ, Α 1. κήπος στο άκρο πόλης ή γύρω από οικία 2. δρόμος ή χώρος γύρω από κήπο 3. το περικήπιον* … Dictionary of Greek
περικήπου — περίκηπος garden near masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικήπους — περίκηπος garden near masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικήπῳ — περίκηπος garden near masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκηπον — περίκηπος garden near masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικήπιον — τὸ, Α [περίκηπος] το ακραίο τμήμα κήπου όπου φύτευαν σέλινα και πήγανα, περίκηπος* … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek