Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

περίζυξ

См. также в других словарях:

  • περίζυξ — over and above a pair masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, και περίζυγος, ον, Α 1. αυτός που περισσεύει από το ζευγάρι, αυτός που πλεονάζει (α. «περίζυγα ἱμάντα» ιμάντα για να αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, τον έναν από τους δύο, Ξεν. β. «ἐνωτίδια περίζυγα», επιγρ.) 2. σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • περίζυγα — περίζυξ over and above a pair masc acc sg περίζυγον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίζυγος — ον, Α βλ. περίζυξ …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»