Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περίζυγα

См. также в других словарях:

  • περίζυγα — περίζυξ over and above a pair masc acc sg περίζυγον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, και περίζυγος, ον, Α 1. αυτός που περισσεύει από το ζευγάρι, αυτός που πλεονάζει (α. «περίζυγα ἱμάντα» ιμάντα για να αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, τον έναν από τους δύο, Ξεν. β. «ἐνωτίδια περίζυγα», επιγρ.) 2. σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»