-
1 περίεστι
περΐεστι, περίειμι 1to be around: pres ind act 3rd sg -
2 περίεσθ'
περΐεστι, περίειμι 1to be around: pres ind act 3rd sgπερΐεστε, περίειμι 1to be around: pres ind act 2nd plπερΐεσται, περίειμι 1to be around: fut ind mid 3rd sg -
3 περίεστ'
περΐεστι, περίειμι 1to be around: pres ind act 3rd sgπερΐεστε, περίειμι 1to be around: pres ind act 2nd plπερΐεσται, περίειμι 1to be around: fut ind mid 3rd sg -
4 περίειμι
II to be superior to another, surpass, excel, c.gen.pers., , cf. Emp.113, Hdt.3.146, X.Mem.3.7.7: c. acc. rei,περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Il.13.631
;περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Od.18.248
, cf. 19.326, etc.; , cf. Od.1.66: later c. dat. rei, σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων π. Pl.Prt. 342b, cf. Smp. 222e;τῇ ἐπιμελείᾳ π. τῶν φίλων X.An.1.9.24
: without gen. pers., to be superior, ναυσὶ πολὺ π. Th.6.22 ;πολλὸν π. πλήθεϊ Hdt.9.31
, cf. X. An.1.8.13 : abs., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι hope of success, Th.1.144, cf. Men.Sam. 134; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι at an advantage, Th.8.46.III to be spared, τινι Hdt.3.119: abs., survive, Id.1.11, 120, al., Hp.Prog.20 ; τῇ σεωυτοῦ μοίρῃ περίεις by your own destiny, Hdt.1.121 ; τὴν Ἑλλάδα π. ἐλευθέρην shall remain free, Id.7.139, cf. D.21.222, etc. ; of things, to be extant, still in existence, Hdt.1.92, etc.2 to be over and above, remain, freq. in part.,τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Th.2.79
; esp. of property, money, etc.,ἡ περιοῦσα παρασκευή Id.1.89
;π. τινὶ εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.R. 416e
; οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ imagining that any one has a balance in his hands, D.18.227 ; τὰ περιόντα τοῦ κλήρου the surplus, balance, Pl.Lg. 923d, cf. Lys.21.16, Is.5.41; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως the money remaining after paying the expenses, D.59.4, cf. IG12.91.31, PRev.Laws 16.16 (iii B.C.), etc. ; ἃ δὲ νῦν περιόντ' αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει but the superfluous wealth which now incites him.., D.21.211.b metaph., ἐκ τοῦ περιεῦντος γενέσθαι to be a luxury, Democr.144 ; ἐκ τοῦ π. in one's leisure, D.Ep.3.36; as a work of supererogation, Phld.Mus.p.108K.;τοῖς ἐκ τοῦ π. εἰς εὐπρέπειαν ἠσκημένοις Luc.Am.33
; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους you have such an excess of hatred against me, Ps.Philipp. ap. D.12.7 ; τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (sc. τῆς ὕβρεως) D.21.17, cf. Philostr.VA3.46, Ael.NA5.34, Aristid.Or.22(19).6, al.; τοσοῦτον περίεστιν (sc. τῆς ὕβρεως (, ὥστε τοὺς ἠδικημένους πρὸς συκοφαντοῦσιν D.55.29
.3 to be left over and above, to be the net result, ὑμῖν περίεστιν ἐκ τούτων the net result to you of all this is.., Id.13.20 ; ἐνίοις.. τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι.. περίεστιν to some the net result is that they spend nothing, Id.21.155 ;ὥστε μηδὲν ἄλλ' ἢ τὰς αἰσχύνας αὐτῷ περιεῖναι Aeschin.1.154
; ψηφίσμαθ' ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ' οὐδ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ' ἔσται you will have plenty of decrees, but.., D. Prooem.21.3 : c. inf., ; cf. περιγίγνομαι.------------------------------------A ibo). [In Com. the ι in περί is sts. elided in the part., περιών, περιόντες, Pherecr.186, Phryn.Com.3.4, Pl.Com.193, Antiph.279, and the part. is so written in Pap. of Arist.Ath.53.1, Hyp.Dem.Fr.4, Lyc.2, also in all or some codd. of Th.1.30, al., X.HG 3.2.25, D.4.10, 48, al.]: go round, fetch a compass, Hdt.2.138, etc. ; π. κατὰ νώτου τισί get round and take them in rear, Th.4.36; π. κατὰ τὰς κώμας go round to every village, Pl.Min. 320c ;π. κατ' ἀγρούς Lys.31.18
.b go about, Hp.Fract.15, Gland.12 ; , cf. 48,6.14, 18.158, etc. ; κατὰ τὴν ἀγορὰν π. Phryn.Com. l. c.2 c. acc. loci, go round, compass,π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.1.159
; π. φυλακάς go round the guards, visit them, Id.5.33 ; ;ἐν κύκλῳ περιῄει πάντα Id.Pl. 709
;ὁ ἥλιος κύκλῳ π. τὴν σελήνην Pl.Cra. 409b
, cf. La. 183b ;τὴν Ἑλλάδα περιῄει X.An.7.1.33
; αἰ μὴ περιιεῖεν [τὰν ἱερὰν γᾶν] IG22.1126.18(Amphict. Delph.); of sounds,αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.Ra. 154
.II come round to one, esp. in one's turn or by inheritance, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι ἔς τινα, Hdt.1.120, 2.120.2 of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, ib. 121.α', 4.155 ; ; περι (ι) όντι τῷ θέρει, τῷ ἐνιαυτῷ, Th.1.30, X.HG 3.2.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίειμι
-
5 περιγίγνομαι
A- γενήσομαι Th.4.27
, etc.: [tense] aor.- εγενόμην Hdt.1.122
, etc.: [tense] pf. - γέγονα ib.82, etc.;- γεγένημαι Th.1.69
, etc.:— to be superior to others, prevail over, overcome: Constr. in full, c. gen. pers. et dat. rei,μήτι δ' ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο 11.23.318
; , cf. 252 ; πολυτροπίῃ τινὸς π. Hdt.2.121.έ, cf. Th.1.55, Pl.Ap. 22c ;τάχει τοσοῦτον π. τινός X.Cyr.3.1.19
;τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐκ τῶν ἰδίων δαπάναις Isoc.5.54
: c.acc. rei,δσα.. περιγένοιντο ἐμοῦ D.18.236
; τὰ Ὀλύμπια π. Plu.2.242b: c. gen. pers. only, Hdt.1.207, Ar.V. 604 ;π. καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν Pl. R. 362b
, etc.: c. acc. pers. (in an anacoluthon), κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας χαλεπὰ εἶναι π. Hdt.9.2 : abs., to be superior, prevail, Id.1.214, Th.4.27, etc.; π. τῇ συμβολῇ, τῷ πλῷ, Hdt.6.109, Th.8.104 ; π. πρός τινας, πρὸς τὰ ἀντιτεταγμένα, Id.1.69,5.111.2 of things, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμου if they gain any advantage in the war, Id.6.8 ; π. ὑμῖν πλῆθος νεῶν you have a superiority in number of ships, Id.2.87 ; π. ἡμῖν μὴ προκάμνειν we have the advantage in not.., ib.39.II live over, survive, escape, Hdt.1.82, 122, Th.4.27, etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.5.64, etc.: c. gen. rei, περιεγένετο τούτον τοῦ πάθεος he survived, escaped from this disaster, ib.46 ; τῆς δίκης π. Pl.Lg. 905a ; ἐκ τῶν μεγίστων π. Th.2.49.2 of things, remain over and above, opp. ἐπιλείπειν, Ar.Pl. 554, cf. Lys. 30.20 ;περιγενόμενον ἐκ τοῦ προτέρου ἐνιαυτοῦ IG12.352.10
; τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων which remained from the tribute, the surplus, X.HG2.3.8 ;τὸ περιγιγνόμενον τῶν πόρων ἀργύριον Isoc.8.82
, cf. Pl. Lg. 742b, PRev.Laws 19.8(iii B.C.), etc.; τὰ περιγινόμενα the revenues, Arr.An.7.17.4.3 of things, to be left over: hence, to be a result or consequence, ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Th.1.144 ;ἀμαχητὶ π. τινί τι Id.4.73
; ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους π. Arist. EN 1103a17 ; τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; D.L.2.68 ;περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν X.An.5.8.26
;τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακόν D.3.12
; ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι the upshot of the matter is.., Id.8.53 ; τοῖς μὲν.. πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο to those who complied safety was the result, Id.18.80 ; περίεστι δέ μοι τοιαῦτα οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο that is what I have got by the business, and I hope that your enemies may get the like , Id.Ep.3.36 ; ἀηδὴς δόξα τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. Id.Prooem. 23 ;ἡ ἐκ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας περιγινομένη ἐμπειρία Plb.1.35.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγίγνομαι
-
6 πέρι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέρι
См. также в других словарях:
περίεστι — περΐεστι , περίειμι 1 to be around pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίεσθ' — περΐεστι , περίειμι 1 to be around pres ind act 3rd sg περΐεστε , περίειμι 1 to be around pres ind act 2nd pl περΐεσται , περίειμι 1 to be around fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίεστ' — περΐεστι , περίειμι 1 to be around pres ind act 3rd sg περΐεστε , περίειμι 1 to be around pres ind act 2nd pl περΐεσται , περίειμι 1 to be around fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… … Dictionary of Greek