-
1 περιβολος
I2окаймляющий, обвивающий (голову)(στέφεα περίβολα Eur.)
IIὅ1) стена, ограда(τῆς πόλεως Plat.)
2) (закрытое) помещениеἐν οἰκείῳ περιβόλῳ Plat. — у себя дома
3) очертание, объем, размеры4) пределы, территория(νεωρίων Eur.)
5) круг, извив(ἐχίδνης περίβολοι Eur.)
-
2 περίβολος
ο1) ограда, изгородь, забор; 2) огороженное место -
3 αιμασιωδης
-
4 εξαγω
(fut. ἐξάξω, aor. 2 ἐξήγαγον)1) выводить, уводить, вести(τινὰ μάχης и ἐκ μεγάροιο Hom.; τινὰ τήνδε τέν ὁδόν Soph.; τινὰ ἐπ΄ ἀνθηρὸν δάπεδον Arph.; τινὰς ἐς μάχην Her.)
2) отправляться, идти(ἐπὴ θήραν Xen.)
3) ( о шествии) совершать, справлять(τὸν μυστικὸν Ἴακχον Plut.)
4) (sc. στρατόν) выводить войско, выступать в походγνόντες δὲ ταῦτα ἐξάγουσι Xen. — приняв эти решения, они выступают в поход
5) вести на казнь(τινά Her., Xen.)
6) вывозить:(πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc.; σῖτον παρά τινος Dem.)
7) похищать, (тайно) увозить(τινὰ ἀνδράποδον Lys.)
8) выводить прочь, удалять из организма(περίττωσιν Plut.)
9) отводить(ὕδωρ τάφροις Xen.)
10) вызывать, исторгать(τινὴ δάκρυ Eur. и δάκρυον Plut.; med. γέλωτα ἔκ τινος Xen.)
ἐξάγεσθαι πῦρ ἔκ τινος Xen. — высекать огонь из чего-л.11) med. влечь за собой, причинять12) производить, рождать(τινὰ πρὸ φόωσδε Hom.; σκύμνους Arst.)
13) выводить, высиживать (sc. νεοττούς Arst.)14) высовывать15) удалять, изгонять(τινά Dem.; τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ Arst.)
16) производить (на свет), приносить(καρπόν Soph. ap. Plut.)
17) продвигать(ἔξω τέν αἱμασιάν Dem.)
18) проводить, строитьὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως Thuc. — ограда была построена вокруг всего города
19) проводить (в жизнь), претворять(εἰς ἔργον τὸ πρόβλημα Plut.)
20) направлять21) приводить, доводить(τινὰ ἐπ΄ οἶκτον Eur.)
ἐξαχθῆναι ὀλοφύρασθαι ὑπέρ τινος Lys. — быть вынужденным оплакивать что-л.;εἰς ἅπασαν αἰσχύνην ἐξαχθῆναι Plut. — быть доведенным до крайнего позора22) побуждать, возбуждать, вовлекать, увлекать(τινὰ ἐπὴ τὰ πονηρότερα Thuc.; τὸν δῆμον πρὸς ἀπόστασιν Plut.; ἐξαχθεὴς πρᾶξαί τι Dem.)
ταῦτα ἐπὴ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. — здесь мы расширили рамки своего обсуждения;23) выводить, освобождать(ἀχέων τινά Pind.; τὰ ποιήματα τοῦ μύθου Plut.)
24) лишать(τινά τοῦ βίου и τοῦ ζῆν Plut. или ἐκ τοῦ ζῆν Polyb.; med. φρενῶν τινα Eur.)
25) лишать жизни, умерщвлятьἑαυτὸν ἐ. Plut. — покончить жизнь самоубийством;
νόσος αὐτοὺς ἐξήγαγεν Plut. — болезнь унесла их26) кончаться(οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσιν Epicur. ap. Plut.)
27) передавать, выражатьπερὴ τούτων ἐμαυτὸν οὕτως ἐξάγω Diog.L. — относительно них вот мои указания -
5 λιθοειδης
-
6 περί-
первая часть сложных слов, означ.:1) вокруг, кругом, напр.: περιορίζω, περίβολος; 2) сверх, чрезмерно; весьма, напр. ; περιβόητος, περίπλοκος, περίτρανος -
7 περίγυρος
См. также в других словарях:
περίβολος — compassing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβολος — ο / περίβολος, ον, ΝΜΑ [περιβάλλω] νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. 1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα 2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα 3. οχύρωμα γύρω … Dictionary of Greek
περίβολος — ο ο περικλεισμένος χώρος, ο φράχτης, μαντρότοιχος: Έξω από τον περίβολο του σπιτιού μου άλλοι ορίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίβολον — περίβολος compassing masc/fem acc sg περίβολος compassing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλοιν — περίβολος compassing masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλοις — περίβολος compassing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλοισι — περίβολος compassing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλου — περίβολος compassing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλους — περίβολος compassing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλων — περίβολος compassing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλῳ — περίβολος compassing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)