-
1 περίβλεπτος
περί-βλεπτος, von ringsher gesehen, geachtet, bewundert -
2 περί-βλεπτος
περί-βλεπτος, von ringsher gesehen, geachtet, bewundert; βίος, Eur. Andr. 89; περίβλεπτος βροτοῖς, Herc. Fur. 508; Xen. Cyr. 6. 1, 5; καὶ ὀνομαστός, Conv. 8, 38; οὐδὲν περίβλεπτον ποιήσας, Mem. 3, 4, 1; τοῖς πολλοῖς, Luc. Nigr. 4; a. Sp., wie Automed. 1 (XII, 34); περίβλεπτος καὶ μακαριστὴ δυναστεία, Pol. 10, 40, 9.
-
3 περι-βλέπω
περι-βλέπω, ringsumher blicken, umherschauen, sich nach Etwas umsehen; οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν, Soph. O. C. 1000, Rücksicht nehmen darauf; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 4; πρὸς τοὺς παρόντας, Plat. Eryx. 395 c; öfter bei Sp., τόπον, ihn suchen, Pol. 5, 20, 5; auch med., περιεβλέπετο τὸν ποιμένα, 9, 17, 6; pass., neben τιμᾶσϑαι, von Allen rings angeschau't werden, 4, 62, 4; vgl. Eur. Phoen. 551 u. Ael. H. A. 6, 1, u. s. περίβλεπτος.
См. также в других словарях:
περίβλεπτος — looked at from all sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλεπτος — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., κάτ.). * * * η, ο / περίβλεπτος, ον, ΝΜΑ [περιβλέπω] 1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από… … Dictionary of Greek
περίβλεπτος — η, ο 1. αυτός που βλέπεται από παντού. 2. αυτός που θαυμάζεται απ όλους, περιφανής, έξοχος: Η κοινωνική του θέση είναι περίβλεπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβλέπτως — περίβλεπτος looked at from all sides adverbial περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλεπτον — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc sg περίβλεπτος looked at from all sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτοτέρῳ — περίβλεπτος looked at from all sides masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτότατοι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτότατος — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλεπτότεροι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλέπτοιν — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλέπτοις — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)