-
1 πεπτός
πεπτός, gekocht, verdau't, zu verdauen, verdaulich; Medic.; Ath.; Plut. de sanit. tuenda p. 382 nennt neben einander ἑφϑὰ καὶ ὀπτὰ καὶ πεπτά.
-
2 πεπτός
πεπτός, gekocht, verdaut, zu verdauen, verdaulich -
3 φιλ-ά-πεπτος
φιλ-ά-πεπτος, gewöhnlich oder meistens schlecht verdauend, Medic.
-
4 εὔ-πεπτος
-
5 δύς-πεπτος
δύς-πεπτος, 1) schwer zu verdauen, Plat. Tim. 83 a; Diosc. – 2) unreif. Nic. Al. 297, γόνος, vom nicht ausgebrüteten Ei.
-
6 νεό-πεπτος
νεό-πεπτος, neu, eben erst gebacken, Aret.
-
7 ἄ-πεπτος
-
8 ἡμί-πεπτος
ἡμί-πεπτος, halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.
-
9 ἡλιό-πεπτος
ἡλιό-πεπτος, durch die Sonne gereist, σταφίς, Sp.
-
10 ἄπεπτος
ἄ-πεπτος, ungekocht; nicht zur Reife gebracht; unverdaut, unverdaulich -
11 δύςπεπτος
δύς-πεπτος, (1) schwer zu verdauen. (2) unreif; γόνος, vom nicht ausgebrüteten Ei -
12 εὔπεπτος
εὔ-πεπτος, gut, leicht zu verdauen -
13 ἡλιόπεπτος
-
14 ἡμίπεπτος
ἡμί-πεπτος, halb gekocht, halb reif -
15 νεόπεπτος
νεό-πεπτος, neu, eben erst gebacken -
16 φιλάπεπτος
См. также в других словарях:
πεπτός — ή, όν, Α [πέσσω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να χωνέψει 2. συνεκδ. ο μαγειρεμένος … Dictionary of Greek
πεπτά — πεπτός cooked neut nom/voc/acc pl πεπτά̱ , πεπτός cooked fem nom/voc/acc dual πεπτά̱ , πεπτός cooked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτῶ — πεπτός cooked masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτώς — πεπτός cooked masc acc pl (doric) πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act masc nom/voc sg (attic) πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχαρόπεπτος — ἐσχαρόπεπτος, ον (Α) αυτός που είναι ψημένος στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσχάρα + πεπτος (< πέσσω «χωνεύω ψήνω») πρβλ. ά πεπτος, δύσ πεπτος] … Dictionary of Greek
ημίπεπτος — ἡμίπεπτος, ον (Α) 1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος 2. μισοχωνεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά πεπτος, εύ πεπτος] … Dictionary of Greek
εύπεπτος — η, ο (Α εὔπεπτος, ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτος αρχ. 1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα 2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσ πεπτος] … Dictionary of Greek
ηλιόπεπτος — ἡλιόπεπτος, ον (Μ) αυτός που έχει ωριμάσει στον ήλιο («ἡλιόπεπτος σταφίς», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεπτος (< πέπτω «ωριμάζω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] … Dictionary of Greek
νεόπεπτος — νεόπεπτος, ον (Α) αυτός που ψήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πεπτος (< πέσσω «μαλακώνω κάτι ψήνοντάς το»), πρβλ. ηλιό πεπτος] … Dictionary of Greek
ταχύπεπτος — ον, Μ εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πεπτός (< πέσσω «μαγειρεύω, χωνεύω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] … Dictionary of Greek
πεπτοτέρα — πεπτοτέρᾱ , πεπτός cooked fem nom/voc/acc comp dual πεπτοτέρᾱ , πεπτός cooked fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)