-
1 πεπτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεπτήριος
-
2 πεπτήριον
πεπτήριοςmasc acc sgπεπτήριοςneut nom /voc /acc sg -
3 πεπτηρίοισι
πεπτήριοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
4 πεπτήρια
πεπτήριοςneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
πεπτήριος — ία, ον, Α αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η πέψη, πεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα τήριος (πρβλ. καμπ τήριος)] … Dictionary of Greek
πεπτήριον — πεπτήριος masc acc sg πεπτήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτηρίοισι — πεπτήριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτήρια — πεπτήριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)