Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πεπτήριος

См. также в других словарях:

  • πεπτήριος — ία, ον, Α αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η πέψη, πεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα τήριος (πρβλ. καμπ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • πεπτήριον — πεπτήριος masc acc sg πεπτήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπτηρίοισι — πεπτήριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπτήρια — πεπτήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»