-
1 πεπρωμένος
1 fatedἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.61
ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.27
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν N. 4.61
πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν I. 8.32
] π[ε]πρωμέναν πάθαν α[ Πα. 8A. 16. ὅτι Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ fr. 140a. 67 (41). πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ, οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. -
2 πεπρωμένος
πεπρωμένος, πέπρωτο: see πορ-.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πεπρωμένος
-
3 πεπρωμένος
πόρωfurnish: perf part mp masc nom sg -
4 πέπρωτο
πεπρωμένος, πέπρωτο: see πορ-.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέπρωτο
-
5 πορ
πορ-, aor. ἔπορον, πόρον, part. πορών, pass. perf. πέπρωται, πεπρωμένος: bring to pass, give, grant, of things, both good and evil ( τινί τι), and of circumstances and events, w. acc. and inf., Il. 9.513; pass. perf. πέπρωται, it is decreed by fate, ordained, destined, Il. 18.329; mostly the part. πεπρωμένος, Ο 2, Il. 3.309.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πορ
-
6 εἴμορος
εἴμορος· πεπρωμένος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴμορος
-
7 πέπρωται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέπρωται
-
8 αἶσα
αἶσα: allotted share, or portion, lot, term of life, destiny; prov. ἐν καρὸς αἴσῃ (cf. Att. ἐν οὐδενὸς μέρει); κατ' αἶσαν, ‘as much as was my due,’ οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, Il. 6.333; ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, Il. 17.321; ὁμῇ πεπρωμένος αἴσῃ, Il. 15.209.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἶσα
-
9 μόρσιμος
Grammatical information: adj.Meaning: `decided by fate, πεπρωμένος', a.o. of ἦμαρ = `day of death', after this also of a man (X 13) `destined to death, mortal' (Il., also Hdt.).Etymology: Prob. from *μόρσις, which may be Aeolic for *smr̥-ti- = μόρος, μοῖρα (Schwyzer 494 n. 8); ev. from *μόρτος (as φόρτος: φόρος); to μείρομαι, s. v. -- The connection with a word for `death' (*μόρσις = Lat. mors, IE *mr̥-ti-; Arbenz 16, Risch $ 37) or a word for `mortal' (Aeol. μορτός, s.v.; Kretschmer Glotta 24, 86) "wird der zentralen Bed. des Schicksalsbestimmten (vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 360 A. 1) nicht gerecht."(?) (Frisk); cf. DELG s.v. μείρομαι.Page in Frisk: 2,256-257Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόρσιμος
-
10 πορεῖν
Grammatical information: Aor.Meaning: `to provide, to donate, to offer, to grant' (ep. Il.).Other forms: πέπρωται perf. `it is (by fate) given, decided', ptc. πεπρωμένος (ep. Il.); ptc. πρωτός (Hdn. Gr.).Etymology: Formation like μολεῖν: μέμβλωκα (: βλώσκω), θορεῖν (: θρώσκω) a.o.; s. vv. and Schwyzer 747 a. 770, Chantraine Gramm. hom. 1, 391 a. 433. The forms πρω- derive from the zero grade *pr̥h₃-. Not here the yot-present πείρω; s. v., nor the primary πέρνημι `sell' (which has h₂; s. v.). Skt. pí-par-ti `set over, bring over' will also rather have the root *perh₂-; here prob. also the frequentative Lat. portō, - āre `bring, carry'. Skt. pūrdhi `give' however belongs with πορεῖν (from *pr̥h₃-). The forms πέρᾱ, περάω clearly have h₂. Less clear is Lat. pars (W.Hofmann s. v.). -- Cf. also πόρις.Page in Frisk: 2,579-580Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πορεῖν
См. также в других словарях:
πεπρωμένος — η, ο / πεπρωμένος, η, ον, ΝΑ 1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν) το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη 3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο… … Dictionary of Greek
πεπρωμένος — η, ο ο γραμμένος από τη μοίρα, ο γραφτός, ο μοιραίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπρωμένος — πόρω furnish perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… … Dictionary of Greek
αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… … Dictionary of Greek
καταίσιμος — καταίσιμος, ον (Α) ευνοϊκός, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴσιμος «πεπρωμένος, μοιραίος» (< αἶσα)] … Dictionary of Greek
μοιρίδιος — μοιρίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [μοίρα] 1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.) 2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδια τα… … Dictionary of Greek
μοιρόγραφτος — η, ο [μοιρογράφω] 1. προσδιορισμένος, γραμμένος από τη Μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιρόγραφτο το πεπρωμένο … Dictionary of Greek
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek
μοιρόγραφτος — η, ο ο γραφτός από τη μοίρα, ο προκαθορισμένος, ο πεπρωμένος: Το μοιρόγραφτο τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)