-
1 πεπλανημένως
πεπλανημένως, adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.
-
2 πεπλανημένως
πεπλανημένως, umherirrend, umherschweifend
См. также в других словарях:
πεπλανημένως — mistakenly indeclform (adverb) πλανάω cause to wander perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλανημένως — Α επίρρ. 1. εσφαλμένα 2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλανῶμαι] … Dictionary of Greek