-
1 πεπαρεύσιμος
πεπαρεύσιμος, deutlich, Hesych. erkl. εὔφραστον, σαφές.
-
2 πεπαρεύσιμος
См. также в других словарях:
πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] … Dictionary of Greek