-
1 πεπέφθαι
πέσσωAcut. (Sp.)perf inf mp -
2 προπέσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπέσσω
См. также в других словарях:
πεπέφθαι — πέσσω Acut. (Sp.) perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)