-
21 συντροφος
21) вместе воспитанный, вместе выросший(τινι Her., Arph. и τινος Polyb., NT.)
παλαιᾷ σ. ἁμέρᾳ Soph. — древний, старый2) вместе живущий(τινι Her., Soph.)
3) родственный, родной, близкий(τὸ γένος Soph.)
ξύντροφον ὄμμα Soph. — глаз (взор) близкого человека4) воспитанный, приученный(τινι и τινος Her. etc.)
σ. γεγονὼς τόλμης Polyb. — приученный к храбрости;σ. τῇ πενίᾳ Luc. — выросший в нужде5) внушенный сызмальства, врожденный(εἰρήνης ἔρως Plut.)
6) привычный, обычныйτῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὴ σ. ἐστι Her. — в Элладе бедность существовала всегда;
κτύπος φωτὸς σ. τοῦ ὡς τειρομένου Soph. — словно звук, свойственный страдающему человеку, т.е. как бы стон больного7) вместе пасущий(τῇς ἀγέλης Plut.)
8) прирученный, ручной(θηρία Xen.; ὄρνις Plut.)
9) совместно питающийτοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων Plat. — ветры, которые, как и вода, питают то, что произрастает из земли
10) содействующий сохранению или поддержанию(ζωῆς Xen.). - см. тж. σύντροφον
-
22 χρηματικος
I31) денежный, имущественный, материальныйχρηματικέ ζημία Plut. — денежный штраф;
χρηματικὰ συμβόλαια Plut. — денежные сделки;χρηματικέ πενία Plut. — материальная скудость2) занимающийся денежными операциями, ищущий наживы(ἀνήρ Plut.)
IIὅ богач Plut. -
23 διαβιώ
(ο) αμετ. жить, проводить жизнь;διαβιώ εν πενία — жить в нужде, в лишениях
-
24 διάγω
-
25 διανύω
μετ.1) пробегать, проходить, покрывать (расстояние); 2) кончать, завершать; διήνυσε τον βίον του εν πενία он прожил свою жизнь в бедности -
26 έσχατος
η, ο[ν]1) самый удалённый, отдалённый; 2) последний, крайний, предельный;έσχατον γήρας — глубокая старость;
έσχάτη πνοή — последний вздох;
3) перен. последний, крайний; высший;έσχατος κίνδυνος — крайняя опасность;
έσχάτη πενία — крайняя бедность;
έσχατος βαθμός — высшая ступень;
η έσχάτη των ποινών — высшая мера наказания, смертный приговор;
4) последний, наихудший;είναι έσχατος στα μαθήματα — он последний ученик;
5) лог.:έσχατος όρος — малая посылка;
§ μέχρις έσχάτων — до конца;
επ' έσχάτων — недавно, в последнее время;
ευρίσκομαι εις τα έσχατά — быть при смерти;
έσχάτη προδοσία — государственная измена
-
27 Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη
– Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη– Πενιά τέχνας κατεργάζεται• Голь на выдумки хитраИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη
-
28 Η φτώχεια τέχνες κατεργάζεται
– Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη– Πενιά τέχνας κατεργάζεται• Голь на выдумки хитраИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η φτώχεια τέχνες κατεργάζεται
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πενία — πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc/acc dual πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
πενίᾳ — πενίαι , πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
πενιά — η 1. το χτύπημα χορδής με πένα. 2. το χάραγμα με γραφίδα: Ούτε πενιά δεν μπόρεσα να βάλω σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενία — η φτώχεια, απορία, ανέχεια, στέρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πενία σοφίην ἔλαχεν. — См. Голь на выдумки хитра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πενία δὲ σοφίαν ἔλαχε. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαένζ Πένια, Ρόκε — (Saenz Pena). Αργεντινός πολιτικός (1851 1914). Σπούδασε νομικά και άσκησε αρχικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Χιλής και Περού (1874 78), υπέρ του τελευταίου. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Χιλή. Μετά την… … Dictionary of Greek
πενίας — πενίᾱς , πενία poverty fem acc pl πενίᾱς , πενία poverty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)