-
1 πεντορκία
πεντ-ορκία, ἡ,A oath by five gods, IG 9(1).333.16 ([dialect] Locr., v B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντορκία
См. также в других словарях:
πεντορκία — ἡ, Α το να ορκίζεται κανείς σε πέντε θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ορκία (< ορκος < ὅρκος)] … Dictionary of Greek