-
1 πεντόροβος
πεντ-όροβος, ὁ,A = γλυκυσίδη, Dsc.3.140, Plin. HN 25.29, 27.84.2 an architectural ornament in this form, IG 11(2).161 B 19 (Delos, iii B. C.): [full] πεντώροβος, BCH 32.11 (ibid., iv B. C.), IG 22.1451.29, 1452.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντόροβος
См. также в других словарях:
πεντώροβος — ὁ, Α βλ. πεντόροβος … Dictionary of Greek
πεντόροβος — και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α 1. το φυτό γλυκυσίδη 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek