-
1 πεντηκόντορος
πεντηκόντορος, ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.
-
2 πεντηκοντορος
ион. πεντηκόντερος ἥ (тж. π. ναῦς) пятидесятивесельное судно Pind., Eur., Thuc., Luc. -
3 πεντηκόντορος
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc nom sg -
4 πεντηκόντορος
A v. πεντηκόντερος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκόντορος
-
5 πεντηκόντορος
πεντηκόντορος, ἡ, ein Fünfzigruderer -
6 πεντηκοντόροιν
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc gen /dat dual -
7 πεντηκοντόροις
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc dat pl -
8 πεντηκοντόρου
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc gen sg -
9 πεντηκοντόρους
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc acc pl -
10 πεντηκοντόρων
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc gen pl -
11 πεντηκόντοροι
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc nom /voc pl -
12 πεντηκόντορον
πεντηκόντοροςship with fifty oars: masc acc sg -
13 πεντηκοντερος
ἡ ион. = πεντηκόντορος См. πεντηκοντορος -
14 πεντηκόντ-αρχος
πεντηκόντ-αρχος, ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines πεντηκόντορος, Xen. Ath. 1, 2.
-
15 πεντηκόντερος
πεντηκόντερος, ἡ, = πεντηκόντορος, Her. 3, 124 u. öfter.
-
16 πεντηκοντέροις
πεντηκόντεροςship with fifty oars: fem dat plπεντηκόντοροςship with fifty oars: fem dat pl (ionic) -
17 πεντηκοντέροισι
πεντηκόντεροςship with fifty oars: fem dat pl (epic ionic aeolic)πεντηκόντοροςship with fifty oars: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
18 πεντηκοντέρους
πεντηκόντεροςship with fifty oars: fem acc plπεντηκόντοροςship with fifty oars: fem acc pl (ionic) -
19 πεντηκοντέρω
πεντηκόντεροςship with fifty oars: fem dat sgπεντηκόντοροςship with fifty oars: fem dat sg (ionic) -
20 πεντηκοντέρῳ
πεντηκόντεροςship with fifty oars: fem dat sgπεντηκόντοροςship with fifty oars: fem dat sg (ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεντηκόντορος — ship with fifty oars masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους … Dictionary of Greek
Пентеконтера — (Πεντηκόντορος) древнегреческое пятидесятивесельное судно, тип разбойничьего корабля. П. имела один ряд весел, по двадцати пяти на каждом борту; поперечных скамей было двадцать пять, на каждой по 2 гребца. Самые длинные весла были на середине… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
πεντηκοντόροιν — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντόροις — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντόρου — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντόρους — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντόρων — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντόρῳ — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκόντοροι — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκόντορον — πεντηκόντορος ship with fifty oars masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)