-
1 πεντηκοστός
πεντηκοστός, der funfzigste, Plat. Theaet. 175 b u. sonst; ἡ πεντηκοστή, der funfzigste Theil, sc. μοῖρα, also 2 Procent war der übliche Eingangszoll, τῶν εἰςαγομένων εἰς τὸν Πειραιᾶ φορτίων καὶ ἀνδραπόδων ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς πεντηκοστὴν ἐτ έλουν οἱ ἔμποροι, B. A. 297; Andoc. 1, 133 u. A.; vgl. Vöckh's Staatshaush. der Ath. I p. 337; – ἡ πεντηκοστή, sc. ἡμέρα, der funfzigste Tag nach Ostern, d. i. Pfingsten, K. S.
-
2 πεντηκοστός
πεντηκοστός, der fünfzigste; ἡ πεντηκοστή, der fünfzigste Teil, sc. μοῖρα, also 2 Prozent war der übliche Eingangszoll; ἡ πεντηκοστή, sc. ἡμέρα, der fünfzigste Tag nach Ostern, d. i. Pfingsten -
3 δυο-και-πεντηκοστός
δυο-και-πεντηκοστός, der zwei und funfzigste, Archimed.
-
4 δυοκαιπεντηκοστός
См. также в других словарях:
πεντηκοστός — fiftieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… … Dictionary of Greek
πεντηκοστός — ή, ό αυτός που έχει στη σειρά τον αριθμό 50: Είμαι πεντηκοστός στη σειρά επιτυχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντηκοστόν — πεντηκοστός fiftieth masc acc sg πεντηκοστός fiftieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστοῦ — πεντηκοστός fiftieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστῷ — πεντηκοστός fiftieth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστένατος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός ένατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἔνατος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστοδεύτερος — τέρα, ον, Μ ο πεντηκοστός δεύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός δεύτερος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόγδοος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός όγδοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ὄγδοος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόεκτος — ον, Α 1. ο πεντηκοστός έκτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκοστόεκτον το πεντηκοστό έκτο μέρος ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἕκτος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόπεμπτος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός πέμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός πέμπτος] … Dictionary of Greek