-
1 πεντηκοντά-λιτρος
πεντηκοντά-λιτρος, funfzig λίτραι schwer, D. Sic. 11, 26.
-
2 πεντηκοντάλιτρος
πεντηκοντά-λῑτρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοντάλιτρος
-
3 πεντηκοντάλιτρος
πεντηκοντά-λιτρος, fünfzig λίτραι schwer -
4 πεντηκονταλιτρος
См. также в других словарях:
πεντηκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. πεντά λιτρος] … Dictionary of Greek