-
1 πεντηκοντα-κέφαλος
πεντηκοντα-κέφαλος, = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.
-
2 πεντηκοντακάρηνος,
πεντηκοντα-κάρηνος, u. πεντηκοντα-κέφαλος, fünfzigköpfig -
3 πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντα-κάρηνος, u. πεντηκοντα-κέφαλος, fünfzigköpfig -
4 πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντα-κέφᾰλος, ον, = foreg., Simon.203, f. l. in Pi. Fr.93 ( ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. foreg.) by Sch.S. Tr. 1098.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοντακέφαλος
См. также в других словарях:
πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] … Dictionary of Greek