-
1 πεντηκονταρχία
πεντηκονταρχίᾱ, πεντηκονταρχίαhis office: fem nom /voc /acc dualπεντηκονταρχίᾱ, πεντηκονταρχίαhis office: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πεντηκονταρχίᾱͅ, πεντηκονταρχίαhis office: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πεντηκονταρχίᾳ
Βλ. λ. πεντηκονταρχία -
3 πεντηκονταρχία
πεντηκονταρχ-ία, ἡ,II company of sixty-four light-armed men, Ascl. Tact.6.3, Arr. Tact. 14.3, Ael. Tact. 16.1 : pl., Onos.34.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκονταρχία
-
4 πεντηκονταρχίας
πεντηκονταρχίᾱς, πεντηκονταρχίαhis office: fem acc plπεντηκονταρχίᾱς, πεντηκονταρχίαhis office: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 πεντηκονταρχίαι
πεντηκονταρχίᾱͅ, πεντηκονταρχίαhis office: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πεντηκονταρχία — πεντηκονταρχίᾱ , πεντηκονταρχία his office fem nom/voc/acc dual πεντηκονταρχίᾱ , πεντηκονταρχία his office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκονταρχίᾳ — πεντηκονταρχίᾱͅ , πεντηκονταρχία his office fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκονταρχία — η, ΝΑ [πεντηκόνταρχος] το αξίωμα ή η διάρκεια τής θητείας τού πεντηκοντάρχου νεοελλ. στρατιωτική βάση με πενήντα οπλίτες αρχ. λόχος από εξήντα τέσσερεις ελαφρώς οπλισμένους άντρες … Dictionary of Greek
πεντηκονταρχίας — πεντηκονταρχίᾱς , πεντηκονταρχία his office fem acc pl πεντηκονταρχίᾱς , πεντηκονταρχία his office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκονταρχίαι — πεντηκονταρχίᾱͅ , πεντηκονταρχία his office fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՅԻՍՆԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0361 Chronological Sequence: Unknown date գ. πεντηκονταρχία . Պաշտօն եւ գործ յիսնապետի. *Ի ձեռն վարչութեան յիսնապետութեամբ եւ նաւապետութեամբ պէսպէս գոլով մարդկան. Պղատ. օրին. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)