-
1 πεντεσυριγγος
21) имеющий пять отверстийξύλον πεντεσύριγγον Arph. — деревянная колодка с пятью отверстиями (для головы, рук и ног)
2) перен. лишающий возможности двигаться, сковывающий(νόσος Arst.)
См. также в других словарях:
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek