-
1 πεντε-και-πεντηκοντα-ετής
πεντε-και-πεντηκοντα-ετής, ές, fünfundfunfzigjährig, Plat. Rep. V, 460 e.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-πεντηκοντα-ετής
-
2 πεντεκαιπεντηκονταετής
πεντε-και-πεντηκοντα-ετής, ές, fünfundfünfzigjährig
См. также в других словарях:
πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] … Dictionary of Greek