-
1 πεντε-και-εικοσι-ετής
πεντε-και-εικοσι-ετής, ές, fünfundzwanzigjährig, D. Cass. 52, 20.
-
2 πεντεκαιεικοσιετής
πεντε-και-εικοσι-ετής, ές, fünfundzwanzigjährig
1 πεντε-και-εικοσι-ετής
πεντε-και-εικοσι-ετής, ές, fünfundzwanzigjährig, D. Cass. 52, 20.
2 πεντεκαιεικοσιετής