-
1 πενταμοιριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταμοιριαῖος
См. также в других словарях:
πενταμοιριαίος — αία, ον, Α αυτός που αποτελείται από πέντε μοίρες ή αυτός που περιλαμβάνει πέντε μοίρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μοιριαῖος*] … Dictionary of Greek