-
1 πεντα-κόρωνος
πεντα-κόρωνος, so alt wie fünf Krähen, d. i. sehr alt, v. l. in Myrin. 4 (XI, 67), wo jetzt Λαῒ κορωνεκάβη steht.
-
2 πεντακόρωνος
πεντα-κόρωνος, so alt wie fünf Krähen, = sehr alt
См. также в других словарях:
πεντακόρωνος — ον, Α αυτός που ζει πέντε φορές περισσότερο από την κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κορώνη (πρβλ. τρι κόρωνος)] … Dictionary of Greek