-
1 πεντα-κόλουρος
πεντα-κόλουρος, πυραμίς, ἡ, fünffach abgestumpft, Nicom. arithm. 2, 14.
-
2 πεντακόλουρος
πεντα-κόλουρος, πυραμίς, ἡ, fünffach abgestumpft
См. также в других словарях:
πεντακόλουρος — ον, Α αυτός που κολοβώθηκε πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κόλουρος (πρβλ. δι κόλουρος)] … Dictionary of Greek
τρικόλουρος — ον, Α (για πυραμίδα) ο τρεις φορές κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόλουρος «κολοβός» (πρβλ. πεντα κόλουρος)] … Dictionary of Greek