Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεντα-κέφαλος

См. также в других словарях:

  • πεντακέφαλος — ον, Α αυτός που έχει πέντε κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • τρικέφαλος — η, ο / τρικέφαλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία κεφάλια νεοελλ. φρ. «τρικέφαλος μυς» (ανατ. φυσιολ.) ονομασία δύο μυών τού ανθρώπινου σώματος, τού τρικέφαλου βραχιονίου και τού τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»