-
1 πεντα-κέφαλος
πεντα-κέφαλος, fünfköpfig (?).
-
2 πεντακέφαλος
πεντᾰ-κέφᾰλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντακέφαλος
-
3 πεντακέφαλος
См. также в других словарях:
πεντακέφαλος — ον, Α αυτός που έχει πέντε κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] … Dictionary of Greek
τρικέφαλος — η, ο / τρικέφαλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία κεφάλια νεοελλ. φρ. «τρικέφαλος μυς» (ανατ. φυσιολ.) ονομασία δύο μυών τού ανθρώπινου σώματος, τού τρικέφαλου βραχιονίου και τού τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek