-
1 πεντα-ετηρικός
πεντα-ετηρικός, ή, όν, alle fünf Jahre gefeiert, ἀγών, Plut. amator. 1. S. πεντετ.
-
2 πενταετηρικός
πεντα-ετηρικός, ή, όν, alle fünf Jahre gefeiert -
3 πενταετηρικος
1 πεντα-ετηρικός
πεντα-ετηρικός, ή, όν, alle fünf Jahre gefeiert, ἀγών, Plut. amator. 1. S. πεντετ.
2 πενταετηρικός
3 πενταετηρικος