-
1 πενταμερή
πενταμερήςconsisting of five parts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πενταμερήςconsisting of five parts: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πενταμερήςconsisting of five parts: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 πενταμερῆ
πενταμερήςconsisting of five parts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πενταμερήςconsisting of five parts: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πενταμερήςconsisting of five parts: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
πενταμερῆ — πενταμερής consisting of five parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πενταμερής consisting of five parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πενταμερής consisting of five parts masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπόμοια — Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη, που κατάγονται από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Πρόκειται κυρίως για μονοετείς ή πολυετείς πόες, έρπουσες ή αναρριχώμενες, με φύλλα κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
βοραγινίδες — (boraginaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει 100 γένη με 1.800 είδη των τροπικών και εύκρατων χωρών. Οι β. είναι πολυετείς πόες, εξαιτίας της σαρκώδους ρίζας τους, υπάρχουν όμως και θάμνοι ή και… … Dictionary of Greek
κομβολβουλίδες ή κονβολβουλίδες — (convolvulaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει περίπου 85 γένη θαμνωδών ή ποωδών φυτών, που χαρακτηρίζονται από λεπτούς, έρποντες ή αναρριχώμενους βλαστούς και απλά, ορισμένες φορές λοβωτά, κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek
κουμκουάτ ή κουμκάτ — Κοινή ονομασία των ειδών του γένους Fortunella της οικογένειας των ρουτιδών, το οποίο περιλαμβάνει έξι ασιατικά είδη. Πρόκειται για οπωροφόρα αειθαλή θαμνώδη δέντρα, ύψους 2,4 4,5 μ.· τα φύλλα του κ. είναι μικρά, σκουροπράσινα, λογχοειδή,… … Dictionary of Greek
μαλαχίδες ή μαλβίδες — (malvaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των μαλαχωδών, η οποία αποτελείται από 80 γένη και 1.000 περίπου είδη παγκοσμίως. Περιλαμβάνει μονοετείς έως πολυετείς πόες, θάμνους και μικρά δέντρα, με κατ’ εναλλαγή, παλαμοειδώς έλλοβα και… … Dictionary of Greek
νεμέζια — Μονοετής πόα της οικογένειας των Σκροφουλαριδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αφρική. Η επιστημονική ονομασία της είναι νεμεσία η χαραδική. Σχηματίζει πυκνές τούφες από πολλούς βλαστούς, ύψους 20 30 εκ., με φύλλα αντίθετα και άνθη με … Dictionary of Greek