-
1 πεντακοσιαρχος
-
2 πεντακοσίαρχος
πεντακοσίαρχοςcommander of: masc nom sg -
3 πεντακοσιάρχους
πεντακοσίαρχοςcommander of: masc acc plπεντακοσιάρχηςcommander of: masc acc pl -
4 πεντακοσίαρχον
πεντακοσίαρχοςcommander of: masc acc sg -
5 πεντακοσι-άρχης
πεντακοσι-άρχης, Anführer od. Aufseher von 500 Mann. S. πεντακοσίαρχος.
См. также в других словарях:
πεντακοσίαρχος — commander of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιάρχους — πεντακοσίαρχος commander of masc acc pl πεντακοσιάρχης commander of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσίαρχον — πεντακοσίαρχος commander of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιάρχης — και πεντακοσίαρχος, ο / πεντακοσιάρχης και πεντακοσίαρχος, ΝΑ νεοελλ. 1. ο επικεφαλής σώματος πεντακοσίων αντρών 2. στρατ. βαθμός κατά τον απελευθερωτικό αγώνα, τον οποίο καθιέρωσε ο Καποδίστριας το 1828 αρχ. ο διοικητής σώματος 512 ανδρών.… … Dictionary of Greek
Δεληγιαννάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τα Σφακιά της Κρήτης, η οποία εγκαταστάθηκε στην Αργυρούπολη της Κρήτης, όπου τους δόθηκε το παρωνύμιο Φασούληδες. 1. Γεώργιος (1792 – 1822). Πολέμησε στο Ρέθυμνο και διορίστηκε πεντακοσίαρχος, τιμώμενος… … Dictionary of Greek
Αγαπάκης — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Διετέλεσε πεντακοσίαρχος στην Επανάσταση του 1878. 2. Σπυρίδων. Οπλαρχηγός Βιάννου. Έδρασε στην Επανάσταση του 1878 … Dictionary of Greek
Αποκορίτης, Τριαντάφυλλος — (1770; – 1864).Αγωνιστής του 1821 από το χωριό Άνω Παλαιοξάρι της Δωρίδας. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και αναφέρεται ως αρματολός και πριν από την Επανάσταση. Τον πρώτο χρόνο του Αγώνα πήρε μέρος στην πολιορκία του Λιδορικίου και της Ναυπάκτου,… … Dictionary of Greek
Βαρνακιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Βάρνακα Ακαρνανίας 1760 1842). Οπλαρχηγός. Όταν ο Αλή πασάς κυριάρχησε στη δυτική Ελλάδα, ο Β. υπηρέτησε τον Αλή ως αρματολός του Ξηρόμερου, αρματολίκι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Όταν… … Dictionary of Greek
Κουτσονίκας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Σούλι. 1. Αθανάσιος ή Νάσης (Σούλι 1794 – Αγρίνιο 1867). Ήταν γιος του Νικολάου (βλ. 4.). Στην Επανάσταση πολέμησε ως μπουλουξής. Από το 1822 πήρε μέρος, υπό τις διαταγές του Μπότσαρη, στις… … Dictionary of Greek
Τσουδερός — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης, η οποία καταγόταν από τον Εμμ. Καλλέργη, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Καλλέργηδων. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι επόμενοι: 1. Γεώργιος (1768 – 1859). Οπλαρχηγός στην Επανάσταση. Ονομάστηκε … Dictionary of Greek