-
1 πενταέτηρος
πενταέτηροςfive years old: masc /fem nom sg -
2 πενταέτηρος
πεντᾰέτ-ηρος, ον, poet. for sq.,II = πενταετηρικός, τῶν Πτωΐων τῶν π. BCH44.251 (i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταέτηρος
-
3 πενταέτηρος
πεντα-έτηρος ( ϝέτος): five years old.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πενταέτηρος
-
4 πενταέτηρον
πενταέτηροςfive years old: masc /fem acc sgπενταέτηροςfive years old: neut nom /voc /acc sg -
5 πενταετήρου
πενταέτηροςfive years old: masc /fem /neut gen sg -
6 ἐννέωρος
A in the ninth season: hence,1 Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς.. ὀαριστής perh. at nine years old or after nine years, Od.19.179, cf. Apollon.Lex.; Pl.Min. 319b couples ἐ. ὀαριστής taking counsel with Zeus every ninth year.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννέωρος
См. также в других словарях:
πενταέτηρος — five years old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταέτηρος — και πενθέτηρος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών, πενταετής 2. πενταετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + έτ ηρος (< ἔτος), πρβλ. δεκα έτηρος] … Dictionary of Greek
πενταέτηρον — πενταέτηρος five years old masc/fem acc sg πενταέτηρος five years old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταετήρου — πενταέτηρος five years old masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθέτηρος — ον, Α βλ. πενταέτηρος … Dictionary of Greek
πενταετηρής — ες, Α πενταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πενταέτηρος] … Dictionary of Greek