Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πεντέδραχμος

См. также в других словарях:

  • πεντέδραχμος — ον, Α βλ. πεντάδραχμος …   Dictionary of Greek

  • πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… …   Dictionary of Greek

  • πεντεδραχμία — και πενταδραχμία, ἡ, Α [πεντέδραχμος] 1. ποσό πέντε δραχμών 2. νόμισμα αξίας πέντε δραχμών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»