-
1 πεντά-πορος
πεντά-πορος, mit fünf Gängen, Ausflüssen, προχοαί, D. Per. 301.
-
2 πεντάπορος
πεντά-πορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάπορος
-
3 πεντάπορος
πεντά-πορος, mit fünf Gängen, Ausflüssen
См. также в других словарях:
πεντάπορος — η, ο / πεντάπορος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε πόρους, δηλαδή, διόδους, περάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πορος (< πόρος), πρβλ. επτά πορος] … Dictionary of Greek