-
1 πεντά-πηχυς
πεντά-πηχυς, εος, von fünf Ellen; Her. 9, 83; Ath. V, 202 b 213 b.
-
2 πενταπήχης
A five cubits long or broad, Hdt.9.83, Thphr. HP9.4.2, PPetr.3p.113 (iii B. C., gen. - ους), LXX 1 Ch. 11.23, OGI332.7 (Elaea, ii B.C.) ; cf. πεντέπηχυς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταπήχης
-
3 πεντάπηχυς
πεντά-πηχυς, εος, u. πεντα-πήχης, ες, von fünf Ellen -
4 πενταπηχυς
См. также в других словарях:
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκάπηχυς — και τρισκαιδεκάπηχυς και δωρ. τ. τρεισκαιδεκάπαχυς, υ, Α αυτός που έχει ύψος δεκατριών πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + πῆχυς (πρβλ. πεντά πηχυς)] … Dictionary of Greek
τριακοντάπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος τριάντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντά πηχυς)] … Dictionary of Greek
πεντάπηχυς — υ / πεντάπηχυς και αττ. τ. πεντέπηχυς, υ, ΝΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος πέντε πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek