Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πεντά-οζος

См. также в других словарях:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πέντοζος — και πεντάοζος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πέντοζος μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ / πεντα * + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρί οζος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»