-
1 πεντά-λεκτρος
πεντά-λεκτρος, von od. mit fünf Ehebetten, Lycophr. 142. 851, d. i. die fünf Männer gehabt hat.
-
2 πεντάλεκτρος
πεντά-λεκτρος, von od. mit fünf Ehebetten, = die fünf Männer gehabt hat
См. также в других словарях:
πεντάλεκτρος — ον, Α αυτός που έχει παντρευτεί πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λέκτρον «κρεβάτι, συζυγικό κρεβάτι, γάμος» (πρβλ. κοινό λεκτρος)] … Dictionary of Greek