-
1 πεντάπους
A v. πεντέπους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάπους
-
2 πεντέπους
A of five feet, five feet long, IG 12.372.128, al., 22.1668.44, Pl. Tht. 147d :—later [full] πεντάπους, Milet. 7.57 (Didyma, iii/ii B. C.) ;ἄγαλμα Arr. Peripl.M.Eux.3
; πεντάπους τὸ ὄρυγμα, = carrecta, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντέπους
См. также в других словарях:
πεντάπους — ουν / πεντάπους και πεντέπους, ουν, ΝΑ αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ ἄγαλμα», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
πεντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε ποδών, ο πεντάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πεδος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. οκτά πεδος] … Dictionary of Greek
πεντέπους — ουν, Α (αττ. τ.) βλ. πεντάπους … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek