Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πενεστῶν

См. также в других словарях:

  • πενεστῶν — πενέστης labourer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενεστικός — ή, όν, Α [πενέστης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα τού πενέστη 2. φρ. «τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος» η τάξη τών πενεστών στη Θεσσαλία …   Dictionary of Greek

  • γυμνήσιοι — Κοινωνική τάξη στο αρχαίο Άργος, αντίστοιχη περίπου με εκείνη των ειλώτων στη Σπάρτη, των πενεστών στη Θεσσαλία και των κορυνηφόρων στη Σικυώνα. Ονομάζονταν επίσης γυμνήτες. Υποδουλωμένοι από τους Δωριείς, καλλιεργούσαν τους αγρούς των κυρίων… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Καραγκούνηδες — Πληθυσμιακές ομάδες που κατοικούν κυρίως στην πεδινή περιοχή της Θεσσαλίας. Δεν θα πρέπει να συγχέονται με τους ορεσίβιους Βλάχους και Σαρακατσαναίους. Η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται ίσως από τη σύνθεση των λέξεων καράκαιγκουν (= μαύρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»