-
1 πεμφρηδών
-
2 πεμφρηδών
πεμφρηδών, όνος, ἡ, eine Wespenart, die in hohlen Eichen wohnt und Wachszellen mit Honig baut, nach anderen baute sie unter der Erde -
3 τενθρηδών
-
4 δένδρεον
δένδρεον, τό, der Baum; wohl verwandt mit δρῦς, das δεν- Reduplications-Sylbe, vgl. τενϑρηδών, πεμφρηδών, δενδίλλω; man beachte besonders δενδρυάζειν; Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1. 204. Die Attische Form δένδρον kommt bei Homer noch nicht vor, dagegen δένδρεον ziemlich oft: nominat. δένδρεον Odyss. 4, 458; accusat. δένδρεον Iliad. 13, 437; dativ. δενδρέῳ, zweisylbig zu lesen, Iliad. 3, 152; genitiv. plural. δενδρέων, zweisylbig zu lesen, Odyss. 19, 520; nominat. plural. δένδρεα Odyss. 5, 238. 241. 7, 114. 11, 588. 13, 196, 19, 112; accusat. plural. δένδρεα Odyss. 18, 359 Iliad. 9, 541. 11, 88. 21, 338, δένδρε' Odyss. 24, 336. – Folgende: Her. häufiger als δένδρον; auch Pind., bes. im plur., u. att. Dichter, z. B. Eur. Bacch. 563.
См. также в других словарях:
πεμφρηδών — όνος, ἡ, Α είδος σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της μέσα σε κοίλες δρυς ή κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεμ φρ ηδών (< *περ φρ ηδών, πρβλ. τενθρ ηδών, ανθρ ηδών) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε μ , συνδέεται με διάφορους τύπους… … Dictionary of Greek
τενθρηδών — η, ΝΜΑ ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό τής οικογένειας τενθρηδονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< *τερ θρη δών, με ανομοίωση τού πρώτου ρ σε ν ) και … Dictionary of Greek
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
bher-4 — bher 4 English meaning: to roar, buzz, onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: in Schallworten “brummen, summen” under likewise Note: An extension at most in *bherem “drone, grumble” and treated onomatopoeic words under bherg… … Proto-Indo-European etymological dictionary