Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πεμπτήρ

См. также в других словарях:

  • πεμπτῆρ' — πεμπτῆρα , πεμπτήρ masc acc sg πεμπτῆρι , πεμπτήρ masc dat sg πεμπτῆρε , πεμπτήρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, πομπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπω + επίθημα τήρ (πρβλ. λαμπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»