-
1 πεμπταμερος
-
2 πεμπτάμερος
1 on the fifth day v. πεμπάμερος.] -
3 πεμπτάμερος
См. также в других словарях:
πεμπτάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος … Dictionary of Greek
πενθήμερος — και πενταήμερος, η, ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες 2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες νεοελλ. το πενθήμερο α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών β) (κατ… … Dictionary of Greek