Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πελωρίς

См. также в других словарях:

  • Πελωρίς — mussel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίς — mussel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίς — ίδος, ἡ, Α μεγάλη κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • Πελωρίδα — Πελωρίς mussel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίδα — πελωρίς mussel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελωρίδας — Πελωρίς mussel fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίδας — πελωρίς mussel fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελωρίδες — Πελωρίς mussel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίδες — πελωρίς mussel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελωρίδι — Πελωρίς mussel fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελωρίδι — πελωρίς mussel fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»