Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πελτάζω

См. также в других словарях:

  • πελτάζω — Α [πέλτη] 1. είμαι οπλισμένος με πέλτη, υπηρετώ ως πελταστής 2. είμαι ελαφρά οπλισμένος …   Dictionary of Greek

  • πελτάζουσιν — πελτάζω serve as a pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πελτάζω serve as a pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέλταζον — πελτάζω serve as a imperf ind act 3rd pl πελτάζω serve as a imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτάζειν — πελτάζω serve as a pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτῶν — πέλτη small light shield fem gen pl πέλτης the Nile fish masc gen pl πελτάζω serve as a fut part act masc voc sg πελτάζω serve as a fut part act neut nom/voc/acc sg πελτάζω serve as a fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπελτάζω — (Α) κάνω επιδρομή εναντίον μιας χώρας με ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πελτάζω «υπηρετώ ως ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… …   Dictionary of Greek

  • συμπελτάζομαι — Α υπηρετώ ως πελταστής μαζί με κάποιον 2. είμαι οπλισμένος όπως ο πελταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πελτάζω, ομαι (< πέλτη)] …   Dictionary of Greek

  • πελτάζοι — πελτάζοῑ , πελτάζω serve as a pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπελτασθήσεται — σύν πελτάζω serve as a fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»