-
1 πελλητήρ
-
2 πελλαντήρ
См. также в других словарях:
πελλητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα 2. (στους Βοιωτούς) κύλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. αυλη ήρ)] … Dictionary of Greek
1 πελλητήρ
2 πελλαντήρ
πελλητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα 2. (στους Βοιωτούς) κύλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. αυλη ήρ)] … Dictionary of Greek