-
1 πελλαῖος
A = πελλός, Hsch. [full] πελλαιχρὸν ἢ πελλαιχνόν πυρρόν, Id. [full] Πελλάνιος, ὁ, epith. of Poseidon at Cyrene, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελλαῖος
См. также в других словарях:
πελλαιχρόν — ή πελλαιχνόν, Α (κατά τον Ησύχ.) «πυρρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. αν διορθωθεί σε πελλα χρόν πιθ. να έχει σχηματιστεί με α συνθετικό το πελλός και β συνθετικό τη λ. χρώς «χρώμα»] … Dictionary of Greek