Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πελεμ-

См. также в других словарях:

  • πελέμαιγις — ίδος, ἡ, Α (για την Αθηνά) αυτή που σείει την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελεμ τού πελεμίζω «σείω, τινάσσω» + αἰγίς, ίδος «ασπίδα από δέρμα αίγας»] …   Dictionary of Greek

  • πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»