Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πελεκᾶς

См. также в других словарях:

  • πέλεκας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και οι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, Αβράμης, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδίων (υψόμ. 100 μ.), ο Άγιος Ονούφριος, η Γλυφάδα, τα… …   Dictionary of Greek

  • πελεκᾶς — πελεκᾶ̱ς , πελεκάω hew pres ind act 2nd sg (doric) πελεκᾶς woodpecker masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκάς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και οι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, Αβράμης, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδίων (υψόμ. 100 μ.), ο Άγιος Ονούφριος, η Γλυφάδα, τα… …   Dictionary of Greek

  • πέλεκας — ο 1. μεγάλο πελέκι, βαρύ τσεκούρι. 2. το πουλί δρυοκολάπτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελέκας — πελέκᾱς , πελεκάω hew imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκᾶν — πελεκάω hew pres part act masc voc sg (doric aeolic) πελεκάω hew pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πελεκάω hew pres part act masc nom sg (doric aeolic) πελεκᾶ̱ν , πελεκάω hew pres inf act (epic doric) πελεκάω hew pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pelekas — (Greek: Πέλεκας) also with the first e accented is a village in the northern part of the island of Corfu. It serves the seat of the municipality of Nymfes. Its 2001 population was 565 for the village and 841 for the municipal district. Pelekas is …   Wikipedia

  • Pelekas (Korfu) — Aussichtsplattform Kaiser’s Throne Pelekas (griechisch Πέλεκας (m. sg.)) ist ein Dorf im Westen der griechischen Insel und Gemeinde Korfu. Es ehört zum Gemeindebezirk Parelii (Δημοτική ενότητα Παρελίων) und zählt 565 Einwohner (Stand… …   Deutsch Wikipedia

  • PICUS — Rex Latinorum, Saturni fil. Fauni pater successit patri, An. 2747. primus Aboriginum Rex per an. 37. Latini regis av us, auguriorum peritissimus, qui a Circe adamatus, cum spretô eius coniugiô, Carmentem Nympham duxisset uxorem, ab irata Dea,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστραποπέλεκας — και αστροπέλεκας, ο ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αστραποπέλεκας < αστραπή + πέλεκας ο τ. αστροπέλεκας < αστραποπέλεκας, με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»