Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πελαργός

См. также в других словарях:

  • πελαργός — stork masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… …   Dictionary of Greek

  • πελαργός — ο θηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελαργοῖς — πελαργός stork masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργοί — πελαργός stork masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργοῦ — πελαργός stork masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργούς — πελαργός stork masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργέ — πελαργός stork masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργῶν — πελαργός stork masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργῷ — πελαργός stork masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργόν — πελαργός stork masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»